- κόρις
- ο (ΑM κόρις, -ιος και αττ. τ. -εως, ὁ και ἡ, και κόρις, -ιδος, ή)1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ.β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.)αρχ.1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το εμπετρόφυλλον2. είδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *kor- τής ΙΕ ρίζας *ker- «τέμνω» (πρβλ. κείρω). Πλήρη αντιστοιχία παρουσιάζει ο ρωσ. τ. kori «σκόρος». Η λ. κόρις σχηματίστηκε όπως τα τρόπις, τρόφις, τρόχις.ΠΑΡ. αρχ. κορίζω (Ι)μσν.κόριζαμσν.- νεοελλ.κορεός].
Dictionary of Greek. 2013.